Μετάβαση στο περιεχόμενο

generosity

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

generosity (en) (μη μετρήσιμο, ενικός)

  • η γενναιοδωρία
      His donations speak volumes about his generosity.
    Οι δωρεές του μαρτυρούν τη γενναιοδωρία του.