Μετάβαση στο περιεχόμενο

generous

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός generous
συγκριτικός more generous
υπερθετικός most generous

Επίθετο

[επεξεργασία]

generous (en)

  1. γενναιόδωρος, γαλαντόμος, που δίνει ή θέλει να δώσει ελεύθερα
    παράδειγμα  It was a generous act.
    Ήταν γενναιόδωρη πράξη.
    παράδειγμα  He is a very generous man.
    Είναι πολύ γαλαντόμος άνθρωπος.
     συνώνυμα: giving
  2. γενναίος, μεγάλος
    παράδειγμα  a generous portion - γενναία μερίδα
    παράδειγμα  The financial needs of this municipality can’t be cured without a generous subsidy.
    Οι οικονομικές ανάγκες του δήμου δε θεραπεύονται χωρίς γενναία επιχορήγηση.
  3. γενναιόδωρος, που είναι ευγενικό στον τρόπο που φέρεται στους ανθρώπους· που είναι πρόθυμος να δει τι είναι καλό σε κάποιον ή κάτι
    παράδειγμα  He is generous in his praise.
    Είναι γενναιόδωρος σε επαίνους.

Συγγενικά

[επεξεργασία]