gentilé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gentilé | gentilés |
gentilé (fr) αρσενικό
- ονομασία των κατοίκων ενός τόπου, το πατριδωνυμικό
- le gentilé pour « Athènes » est « Athénien ».
- Αυτός που κατοικεί στην Αθήνα λέγεται Αθηναίος.Ο Αθηναίος είναι το πατριδωνυμικό για τους κατοίκους της Αθήνας.
- le gentilé pour « Athènes » est « Athénien ».