gentillesse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gentillesse | gentillesses |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gentillesse (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
gentillesse | gentillesses |
gentillesse (fr) θηλυκό