germanophile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʒɛʁ.ma.nɔ.fil/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
germanophile | germanophiles |
germanophile (fr) αρσενικό ή θηλυκό