get around to
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | get around to |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gets around to |
αόριστος | got around to |
παθητική μετοχή | got around to, gotten around to |
ενεργητική μετοχή | getting around to |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]get around to (en)
- προλαβαίνω, έχω το χρόνο να κάνω κάτι
- ⮡ I didn’t get around to finishing it yesterday.
- Δεν πρόλαβα να το τελειώσω χτες.
- ⮡ -“Did you cook?” -“I didn’t get around to it”.
- -«Μαγείρεψες;» -«Δεν πρόλαβα.»
- ⮡ I didn’t get around to finishing it yesterday.