Μετάβαση στο περιεχόμενο

get at

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας get at
γ΄ ενικό ενεστώτα gets at
αόριστος got at
παθητική μετοχή got at, gotten at
ενεργητική μετοχή getting at

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
get at <  δείτε τις λέξεις get και at

get at (en)

  1. ρίχνομαι, συνεχίζω να επικρίνω κάποιον
      She got at me for being late.
    Μου ρίχτηκε επειδή άργησα.
  2. (ιδιωματισμός, ανεπίσημο) πού το πας;
      What are you getting at?
    Πού το πας;
     συνώνυμα: drive at