get one's fill

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Έκφραση[επεξεργασία]

get one's fill (en)

  • παίρνω το μερίδιό μου, νιώθω κορεσμό[1]