get up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας get up
γ΄ ενικό ενεστώτα gets up
αόριστος got up
παθητική μετοχή got up (ΗΒ), gotten up (ΗΠΑ)
ενεργητική μετοχή getting up

Ετυμολογία [επεξεργασία]

get up < → δείτε τις λέξεις get και up

Ρήμα[επεξεργασία]

get up (en)

  1. (αμετάβατο) σηκώνομαι
    We just got up from the table.
    Mόλις σηκωθήκαμε από το τραπέζι.
    The woman got up from the chair and opened the window.
    Η γυναίκα σηκώθηκε από την καρέκλα και άνοιξε το παράθυρο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη stand up
  2. (αμετάβατο) ξυπνάω, σηκώνομαι
    What time do you get up?
    Tι ώρα σηκώνεσαι;
    Get up, you have to go to work.
    Σήκω, πρέπει να πας στη δουλειά.
    Every morning I used to get up to go to work.
    Κάθε πρωί σηκωνόμουν να πάω στη δουλειά.
    Tomorrow I will get up early.
    Αύριο θα ξυπνήσω νωρίς.
     συνώνυμα: → δείτε το ρήμα wake up
  3. (μεταβατικό) ξυπνάω (κάποιον)
    What time should I get you up?
    Tι ώρα να σε ξυπνήσω;
     συνώνυμα: → δείτε το ρήμα wake up

Πηγές[επεξεργασία]