get up to

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας get up to
γ΄ ενικό ενεστώτα gets up to
αόριστος got up to
παθητική μετοχή got up to, gotten up to
ενεργητική μετοχή getting up to
gotten up to (αμερικανικό)

Ετυμολογία [επεξεργασία]

→ δείτε τις λέξεις get, up και to

Ρήμα[επεξεργασία]

get up to (en)

  • (συνήθως αρνητική σημασία) επιτυγχάνω κάτι που σκάρωσα