getaway
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
getaway | getaways |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
getaway (en)
- η δραπέτευση
- οι διακοπές
ενικός | πληθυντικός |
getaway | getaways |
getaway (en)