getaway

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
getaway getaways

Ετυμολογία [επεξεργασία]

getaway < get + away

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

getaway (en)

  1. η δραπέτευση
    Who organized their getaway?
    Ποιος οργάνωσε τη δραπέτευση τους;
     συνώνυμα: escape
  2. οι διακοπές
    a summer getaway - καλοκαιρινές διακοπές
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη vacation

Συγγενικά[επεξεργασία]