Μετάβαση στο περιεχόμενο

giacere

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
giacere < λατινική placēre

giacere (it)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
giacere giaceri

giacere (it)