giacere
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
giacere (it)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
giacere | giaceri |
giacere (it)
giacere (it)
ενικός | πληθυντικός |
giacere | giaceri |
giacere (it)