Μετάβαση στο περιεχόμενο

giddy

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

giddy (en)

  1. ζαλισμένος αυτός που έχει ζαλάδα ή νιώθει ότι θα πέσει κάτω
  2. που προκαλεί ζαλάδα ή ίλιγγο
  3. που έχει χαζέψει από τη χαρά του