Μετάβαση στο περιεχόμενο

gift

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gift gifts

gift (en)

  1. το δώρο
      Christmas/birthday gifts - Χριστουγεννιάτικα/γενέθλια δώρα
     συνώνυμα: present
  2. το χάρισμα, το ταλέντο, μια φυσική ικανότητα
      God gives everyone some gift.
    Ο Θεός δίνει σ΄ όλους τους ανθρώπους κάποιο χάρισμα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη skill
ενεστώτας gift
γ΄ ενικό ενεστώτα gifts
αόριστος gifted
παθητική μετοχή gifted
ενεργητική μετοχή gifting

gift (en)

  • προικίζω, χαρίζω
      The donor gifted the new foundation with a respectable sum.
    Ο δωρητής προίκισε το νέο ίδρυμα με ένα σεβαστό ποσό.
      I will gift you my old TV.
    Θα σου χαρίσω την παλιά μου τηλεόραση.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη donate



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gift (da)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gift (no)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gift (nl)

  1. το δώρο



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gift (sv)