gifted
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | gifted |
συγκριτικός | more gifted |
υπερθετικός | most gifted |
gifted (en)
- προικισμένος, που έχει πολλές φυσικές ικανότητες ή ευφυΐα
- ⮡ a musician gifted with genius - μουσικός προικισμένος με ιδιοφυΐα
- προικισμένος, που έχει κάτι καλό
- ⮡ He is gifted with a lot of courage.
- Είναι προικισμένος με πολύ θάρρος.
- ⮡ He is gifted with a lot of courage.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]gifted (en)