giganto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | giganto | gigantoj |
αιτιατική | giganton | gigantojn |
giganto (eo)
- ο γίγαντας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | giganto | gigantoj |
αιτιατική | giganton | gigantojn |
giganto (eo)