gisant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
gisant < gésir

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʒi.zɑ̃/

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό gisant gisants
θηλυκό gisante gisantes

gisant (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gisant gisants

gisant (fr) αρσενικό