gisant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- gisant < gésir
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | gisant | gisants |
θηλυκό | gisante | gisantes |
gisant (fr)
- (λόγιο) ξαπλωμένος, που κείται
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gisant | gisants |
gisant (fr) αρσενικό
- άγαλμα που παριστάνει έναν νεκρό, ξαπλωμένο· βρίσκεται συνήθως σε τάφους βασιλιάδων