Μετάβαση στο περιεχόμενο

give up

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας give up
γ΄ ενικό ενεστώτα gives up
αόριστος gave up
παθητική μετοχή given up
ενεργητική μετοχή giving up

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
give up <  δείτε τις λέξεις give και up

give up (en)

  1. (αμετάβατο) εγκαταλείπω, παραιτούμαι από τις προσπάθειες, σταματάω να προσπαθώ να κάνω κάτι
      You should never give up!
    Δεν πρέπει να εγκαταλείπεις ποτέ!
      Two of the runners gave up halfway through the course.
    Δύο από τους δρομείς εγκατέλειψαν στο μέσο της διαδρομής.
      I can't find the answer, I give up!
    Δεν μπορώ να βρω την απάντηση, εγκαταλείπω!
      He gave up when he discovered it wasn’t bearing fruit.
    Παραιτήθηκε από τις προσπάθειες, όταν διαπίστωσε ότι δεν καρποφορούν.
  2. (μεταβατικό) εγκαταλείπω, ξεγράφω, θεωρώ ότι κάποιος δεν πρόκειται να φτάσει ποτέ, να γίνει καλύτερος, να βρεθεί κτλ.
      His followers had begun to give him up one by one.
    Οι οπαδοί του είχαν αρχίσει ένας ένας να τον εγκαταλείπουν.
      His teachers have given him up.
    Οι δάσκαλοι του τον έχουν ξεγράψει.
      We had given him up for lost.
    Τον θεωρούσαμε χαμένο.
     συνώνυμα: give up on
  3. (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή) εγκαταλείπω, παραιτούμαι από κάτι, σταματάω να κάνω ή να έχω κάτι
      They gave up all hope.
    Εγκατέλειψαν κάθε ελπίδα.
      Disappointed by his electoral failure, he decided to permanently give up politics.
    Απογοητευμένος από την εκλογική του αποτυχία αποφάσισε να εγκαταλείψει οριστικά την πολιτική.
      We shouldn’t give up the fight to protect the environment.
    Δεν πρέπει να παραιτηθούμε από τον αγώνα για την προστασία του περιβάλλοντος.
      I’m giving up smoking.
    Σταματάω το κάπνισμα.
  4. (μεταβατικό) παραχωρώ, παραδίδω, προσφέρω ή δίνω κάτι σε κάποιον άλλο
      He gave his seat up to a pregnant woman.
    Παραχώρησε τη θέση του σε μια έγκυο γυναίκα.
      We had to give up our passports to the authorities.
    Έπρεπε να παραδώσουμε τα διαβατήριά μας στις αρχές.
     συνώνυμα: give
  5. (μεταβατικό) παραδίδω, θέτω κάποιον άλλο ή τον εαυτό μου υπό την εξουσία κάποιου άλλου
      Citizens arrested the criminal and gave him up to the police.
    Πολίτες συνέλαβαν τον κακοποιό και τον παρέδωσαν στην αστυνομία.
      He gave himself up to the police.
    Παραδόθηκε μόνος του στην αστυνομία.
     συνώνυμα: give over,  δείτε το phrasal verb turn over to