give up
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | give up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gives up |
αόριστος | gave up |
παθητική μετοχή | given up |
ενεργητική μετοχή | giving up |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]give up (en)
- (αμετάβατο) εγκαταλείπω, παραιτούμαι από τις προσπάθειες, σταματάω να προσπαθώ να κάνω κάτι
- ⮡ You should never give up!
- Δεν πρέπει να εγκαταλείπεις ποτέ!
- ⮡ Two of the runners gave up halfway through the course.
- Δύο από τους δρομείς εγκατέλειψαν στο μέσο της διαδρομής.
- ⮡ I can't find the answer, I give up!
- Δεν μπορώ να βρω την απάντηση, εγκαταλείπω!
- ⮡ He gave up when he discovered it wasn’t bearing fruit.
- Παραιτήθηκε από τις προσπάθειες, όταν διαπίστωσε ότι δεν καρποφορούν.
- ⮡ You should never give up!
- (μεταβατικό) εγκαταλείπω, ξεγράφω, θεωρώ ότι κάποιος δεν πρόκειται να φτάσει ποτέ, να γίνει καλύτερος, να βρεθεί κτλ.
- ⮡ His followers had begun to give him up one by one.
- Οι οπαδοί του είχαν αρχίσει ένας ένας να τον εγκαταλείπουν.
- ⮡ His teachers have given him up.
- Οι δάσκαλοι του τον έχουν ξεγράψει.
- ⮡ We had given him up for lost.
- Τον θεωρούσαμε χαμένο.
- ≈ συνώνυμα: give up on
- ⮡ His followers had begun to give him up one by one.
- (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή) εγκαταλείπω, παραιτούμαι από κάτι, σταματάω να κάνω ή να έχω κάτι
- ⮡ They gave up all hope.
- Εγκατέλειψαν κάθε ελπίδα.
- ⮡ Disappointed by his electoral failure, he decided to permanently give up politics.
- Απογοητευμένος από την εκλογική του αποτυχία αποφάσισε να εγκαταλείψει οριστικά την πολιτική.
- ⮡ We shouldn’t give up the fight to protect the environment.
- Δεν πρέπει να παραιτηθούμε από τον αγώνα για την προστασία του περιβάλλοντος.
- ⮡ I’m giving up smoking.
- Σταματάω το κάπνισμα.
- ⮡ They gave up all hope.
- (μεταβατικό) παραχωρώ, παραδίδω, προσφέρω ή δίνω κάτι σε κάποιον άλλο
- (μεταβατικό) παραδίδω, θέτω κάποιον άλλο ή τον εαυτό μου υπό την εξουσία κάποιου άλλου
- ⮡ Citizens arrested the criminal and gave him up to the police.
- Πολίτες συνέλαβαν τον κακοποιό και τον παρέδωσαν στην αστυνομία.
- ⮡ He gave himself up to the police.
- Παραδόθηκε μόνος του στην αστυνομία.
- ≈ συνώνυμα: give over, → δείτε το phrasal verb turn over to
- ⮡ Citizens arrested the criminal and gave him up to the police.