glaciaĵo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɡla.t͡siˈa.ʒo/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | glaciaĵo | glaciaĵoj |
αιτιατική | glaciaĵon | glaciaĵojn |
glaciaĵo (eo)
- το παγωτό