Μετάβαση στο περιεχόμενο

glassware

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
glassware < glass + -ware

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

glassware (en) (μη μετρήσιμο)

  • τα γυαλικά, τα γυάλινα σκεύη, αντικείμενα από γυαλί
      Glassware must be packed well.
    Τα γυαλικά πρέπει να αμπαλαριστούν καλά.