Μετάβαση στο περιεχόμενο

gleed

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gleed (en)

  • το πυροκάρβουνο, το πυρωμένο κάρβουνο, το αναμμένο κάρβουνο