gloomy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός gloomy
συγκριτικός gloomier
υπερθετικός gloomiest

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
gloomy < gloom + -y

Επίθετο

[επεξεργασία]

gloomy (en)

  1. μουντός, σχεδόν σκοτεινό, ή άσχημα φωτισμένο με τρόπο που κάνει κάποιον να αισθάνεται λυπημένος
    ⮡  gloomy weather - μουντός καιρός
    ⮡  a gloomy cloud - μουντό σύννεφο
    ⮡  It was a wet and gloomy day.
    Ήταν μια υγρή και μουντή μέρα.
  2. σκυθρωπός, άκεφος, που είναι λυπηρός και χωρίς ελπίδα
    ⮡  He was gloomy all day, and no one knew why.
    Ήταν σκυθρωπός όλη μέρα και κανείς δεν ήξερε γιατί.
    ⮡  This city is so gloomy it gives me depression.
    Αυτή η πόλη είναι τόσο σκυθρωπή, που μου προκαλεί κατάθλιψη.
    ⮡  Today he is gloomy and doesn’t feel like doing anything.
    Σήμερα είναι άκεφος και δεν έχει όρεξη για τίποτα.
    ⮡  She came to the meeting gloomy, without talking much.
    Ήρθε στη συνάντηση άκεφη, χωρίς να μιλάει πολύ.
  3. σκοτεινός, χωρίς πολλές ελπίδες επιτυχίας ή ευτυχίας στο μέλλον
    ⮡  The future is gloomy.
    Το μέλλον είναι σκοτεινό.
    ⮡  He looks at it all dark and gloomy.
    Τα βλέπει όλα μαύρα και σκοτεινά.