gloomy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | gloomy |
συγκριτικός | gloomier |
υπερθετικός | gloomiest |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]gloomy (en)
- μουντός, σχεδόν σκοτεινό, ή άσχημα φωτισμένο με τρόπο που κάνει κάποιον να αισθάνεται λυπημένος
- ⮡ gloomy weather - μουντός καιρός
- ⮡ a gloomy cloud - μουντό σύννεφο
- ⮡ It was a wet and gloomy day.
- Ήταν μια υγρή και μουντή μέρα.
- σκυθρωπός, άκεφος, που είναι λυπηρός και χωρίς ελπίδα
- ⮡ He was gloomy all day, and no one knew why.
- Ήταν σκυθρωπός όλη μέρα και κανείς δεν ήξερε γιατί.
- ⮡ This city is so gloomy it gives me depression.
- Αυτή η πόλη είναι τόσο σκυθρωπή, που μου προκαλεί κατάθλιψη.
- ⮡ Today he is gloomy and doesn’t feel like doing anything.
- Σήμερα είναι άκεφος και δεν έχει όρεξη για τίποτα.
- ⮡ She came to the meeting gloomy, without talking much.
- Ήρθε στη συνάντηση άκεφη, χωρίς να μιλάει πολύ.
- ⮡ He was gloomy all day, and no one knew why.
- σκοτεινός, χωρίς πολλές ελπίδες επιτυχίας ή ευτυχίας στο μέλλον
- ⮡ The future is gloomy.
- Το μέλλον είναι σκοτεινό.
- ⮡ He looks at it all dark and gloomy.
- Τα βλέπει όλα μαύρα και σκοτεινά.
- ⮡ The future is gloomy.