gloss

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

  1. λούστρο
  2. γλωσσάρι, γλωσσάριο
  3. σχόλιο, παρατήρηση, σημείωση

Ρήμα[επεξεργασία]

  1. λουστράρω
  2. σχολιάζω
  3. επεξηγώ
  4. κρύβω το πραγματικό νόημα
  5. στρεβλώνω