gloss
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- λούστρο
- γλωσσάρι, γλωσσάριο
- σχόλιο, παρατήρηση, σημείωση
- Συνώνυμα: annotation
Ρήμα[επεξεργασία]
- λουστράρω
- σχολιάζω
- επεξηγώ
- κρύβω το πραγματικό νόημα
- στρεβλώνω