glotto-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- glotto- < αρχαία ελληνική γλῶσσα
Πρόθημα[επεξεργασία]
glotto- (it)
- γλωσσο-, πρώτο στοιχείο των σύνθετων λέξεων
glotto- (it)