Μετάβαση στο περιεχόμενο

glowing

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός glowing
συγκριτικός more glowing
υπερθετικός most glowing

glowing (en)

  • κολακευτικός, που δίνει επαίνους
      She spoke of you in glowing terms.
    Μίλησε για σένα με κολακευτικά λόγια.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

glowing (en)