glumeț
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]glumeț (ro) αρσενικό (θηλυκό glumeață)
Επίθετο
[επεξεργασία]glumeț (ro) αρσενικό (θηλυκό glumeață)
glumeț (ro) αρσενικό (θηλυκό glumeață)
glumeț (ro) αρσενικό (θηλυκό glumeață)