gnaque

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
gnaque, ίσως από το gnaque της Λυών (= δόντι) ή από το οξιτανικό nhac (που δαγκώνει, «τσουχτερός»)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /njak/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gnaque (fr) θηλυκό, μόνο στον ενικό, δεν συνηθίζεται στον πληθυντικό

  1. (οικείο) όρεξη για συναγωνισμό, θέληση για νίκη, μαχητικότητα
    Notre entraîneur nous a demandé plus de gnaque.
  2. (οικείο) (κατ’ επέκταση) η φόρμα, το κέφι
    Je n’ai plus la gnaque depuis que j’ai perdu mon frère.

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]