goût

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

goût < goust < λατινικό gustus (la)

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

goût (fr) αρσενικό

  • η γεύση
    il a bon goût έχει καλή γεύση

Συγγενικά[επεξεργασία]