goûteur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
goûteur goûteurs

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

goûteur (fr) αρσενικό

  • δοκιμαστής φαγητών για αξιολόγηση γεύσης ή για να εξακριβώσει αν έχουν δηλητήριο