go about

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας go about
γ΄ ενικό ενεστώτα goes about
αόριστος went about
παθητική μετοχή gone about
ενεργητική μετοχή going about

Ετυμολογία [επεξεργασία]

go about < → δείτε τις λέξεις go και about

Ρήμα[επεξεργασία]

go about (en)

  1. (βρετανικά αγγλικά) γυρίζω, συχνά βρίσκομαι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή συμπεριφέρομαι με συγκεκριμένο τρόπο
    He’s going about the streets instead of working.
    Γυρίζει στους δρόμους αντί να δουλέψει.
     συνώνυμα: go around (και αμερικανικά αγγλικά)
  2. (βρετανικά αγγλικά) κυκλοφορώ από άτομο σε άτομο
    A story/rumor is going about that…
    Κυκλοφορεί μια ιστορία/μια διάδοση ότι…
     συνώνυμα: go around (και αμερικανικά αγγλικά)
  3. καθώς, άστε σε, συνεχίζω να κάνω κάτι
    The flight attendant had a set smile as she went about serving the passengers.
    Η αεροσυνοδός είχε πάντα ένα παγωμένο χαμόγελο καθώς σέρβιρε τους επιβάτες.
    Go about your business!
    Άστε στη δουλειά σας!
  4. καταπιάνομαι, αρχίζω να δουλεύω σε κάτι
    I don’t know how to go about this job.
    Δεν ξέρω πώς να καταπιαστώ μ' αυτή τη δουλειά.
    We must go about this problem very carefully.
    Πρέπει να καταπιαστούμε πολύ προσεχτικά με αυτό το πρόβλημα.

Πηγές[επεξεργασία]