go against
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | go against |
γ΄ ενικό ενεστώτα | goes against |
αόριστος | went against |
παθητική μετοχή | gone against |
ενεργητική μετοχή | going against |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]go against (en)
- αντιβαίνω σε, προσκρούω σε, βρίσκομαι σε αντίθεση με κάτι
- ⮡ This goes against my interests.
- Αυτό αντιβαίνει στα συμφέροντά μου.
- ⮡ This goes against the terms of the contract.
- Αυτό προσκρούει στους όρους του συμβολαίου.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη contradict
- ⮡ This goes against my interests.