go ahead

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας go ahead
γ΄ ενικό ενεστώτα goes ahead
αόριστος went ahead
παθητική μετοχή gone ahead
ενεργητική μετοχή going ahead

Ετυμολογία [επεξεργασία]

go ahead < → δείτε τις λέξεις go και ahead

Ρήμα[επεξεργασία]

go ahead (en)

  1. (μόνο στον ενεστώτα, ως προστακτική:) να δώσει άδεια
    -Can I use the bathroom? -Go ahead
    -Μπορώ να χρησιμοποιήσω την τουαλέτα? -Φυσικά
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη yes
  2. ξεκινώ
    Please, go ahead!
    Παρακαλώ, ξεκινά το! / ξεκινήστε το!
     συνώνυμα: start
  3. προχωρώ, πάω προς τα εμπρός
    We stopped to rest, however he went ahead.
    Εμείς σταματήσαμε για να ξεκουραστούμε, εκείνος όμως προχώρησε.
    Go ahead, tell me what you want!
    Εμπρός, πες μου τι θέλεις! / Εμπρός, πείτε μου τι θέλετε!
     συνώνυμα: proceed

Δείτε επίσης[επεξεργασία]