go at
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | go at |
γ΄ ενικό ενεστώτα | goes at |
αόριστος | went at |
παθητική μετοχή | gone at |
ενεργητική μετοχή | going at |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
go at (en)
- ρίχνομαι/κινούμαι εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι σε κάποιον
- ↪ She went at him with her umbrella.
- Του ρίχτηκε με την ομπρέλα της.
- ↪ They went at each other furiously.
- Ρίχτηκαν ο ένας στον άλλον με μανία.
- ↪ He went at me.
- Κινήθηκε εναντίον του.
- ↪ She went at him threateningly.
- Κινήθηκε απειλητικά εναντίον του.
- ↪ She went at him with her umbrella.
- ρίχνομαι με τα μούτρα σε μια δουλειά, κάνω μεγάλες προσπάθειες για να κάνω κάτι, δουλεύω σκληρά σε κάτι
- ↪ They had gone at the job for all they were worth.
- Είχαν ριχτεί με τα μούτρα στη δουλειά.
- ↪ They had gone at the job for all they were worth.
Πηγές[επεξεργασία]
- go at - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 448-449, 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: κινώ, ρίχνω