Μετάβαση στο περιεχόμενο

go before

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας go before
γ΄ ενικό ενεστώτα goes before
αόριστος went before
παθητική μετοχή gone before
ενεργητική μετοχή going before

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
go before <  δείτε τις λέξεις go και before

go before (en)

  • περνάω, παρουσιάζομαι σε κάποιον ή κάτι για συζήτηση ή κρίση
      I am going before a disciplinary committee.
    Περνώ από πειθαρχικό συμβούλιο.
      I go before a judge.
    Περνώ από δίκη.
      I go before a medical board.
    Περνώ από υγειονομική επιτροπή.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη come up