go through with

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας go through with
γ΄ ενικό ενεστώτα goes through with
αόριστος went through with
παθητική μετοχή gone through with
ενεργητική μετοχή going through with

Ετυμολογία [επεξεργασία]

→ δείτε τις λέξεις go, though και with

Ρήμα[επεξεργασία]

go through with (en)

  • εκτελώ κάτι δύσκολο μα προσχεδιασμένο/προσυμφωνημένο