Μετάβαση στο περιεχόμενο

gommose

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gommose gommoses

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gommose (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη gommer