goner
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
goner | goners |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]goner (en)
- (λαϊκότροπο) αυτός που την έχει βαμμένη, χαμένος από χέρι, «καταδικασμένος»
- μελλοθάνατος, -η, -ο
- αποτυχημένος, -η, -ο