goop

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

goop (en)

  • ανόητος, βλάκας, χαζός, ηλίθιος, κουφιοκέφαλος, αργόστροφος, χαμηλών ενδοκράνιων-ενδοκρανιακών ταχυτήτων