gorge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gorge (en)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
gorge (en)
- τρώω λαίμαργα μεγάλες ποσότητες, χλαπακιάζω
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gorge (fr)