gorge
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gorge | gorges |
gorge (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | gorge |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gorges |
αόριστος | gorged |
παθητική μετοχή | gorged |
ενεργητική μετοχή | gorging |
gorge (en)
- τρώω λαίμαργα μεγάλες ποσότητες, χλαπακιάζω, σκάω από το φαΐ
- ⮡ he gorged himself on the food - έσκασε από το φαΐ
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gorge (fr)
- (ανθρώπινο σώμα) ο λαιμός
- (ανθρώπινο σώμα) το στήθος, ο μαστός
- (γεωγραφία) το φαράγγι, ο στενωπός
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- gorge - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé