gorille
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gorille | gorilles |
gorille (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) ο γορίλλας
- (μεταφορικά) (οικείο) ο σωματοφύλακας
ενικός | πληθυντικός |
gorille | gorilles |
gorille (fr) αρσενικό