goulet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
goulet | goulets |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
goulet (fr) αρσενικό
- στόμιο (λιμανιού), στενή είσοδος λιμανιού, ράδας
ενικός | πληθυντικός |
goulet | goulets |
goulet (fr) αρσενικό