gourmette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
gourmette gourmettes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

gourmette (fr) θηλυκό

  1. αλυσίδα που στηρίζει το χαλινάρι μέσα στο στόμα του αλόγου
  2. αλυσίδα ρολογιού ή βραχιόλι

Δείτε επίσης[επεξεργασία]