Μετάβαση στο περιεχόμενο

gousset

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
gousset goussets

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gousset (fr) αρσενικό

  1. τσεπάκι
  2. ρολόι τσέπης