gouvernemental
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
gouvernemental < gouvernement
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɡu.vɛʁ.nə.mɑ̃.tal/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | gouvernemental | gouvernementaux |
θηλυκό | gouvernementale | gouvernementales |
gouvernemental (fr)