government
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
government | governments |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]government (en)
- (πολιτική) η κυβέρνηση, κυβερνητικός
- ⮡ The federal government of the USA consists of three distinct branches.
- Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ αποτελείται από τρεις διακριτούς κλάδους.
- ⮡ The government spokesman was caught unprepared by journalists.
- Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος πιάστηκε αμελέτητος από τους δημοσιογράφους.
- ⮡ The federal government of the USA consists of three distinct branches.