Μετάβαση στο περιεχόμενο

government

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
government governments

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

government (en)

  • (πολιτική) η κυβέρνηση, κυβερνητικός
      The federal government of the USA consists of three distinct branches.
    Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ αποτελείται από τρεις διακριτούς κλάδους.
      The government spokesman was caught unprepared by journalists.
    Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος πιάστηκε αμελέτητος από τους δημοσιογράφους.