gré

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
gré grés

gré (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) η ευγνωμοσύνη
  2. το γούστο, η γνώμη, η θέληση

Εκφράσεις[επεξεργασία]