gréviste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
gréviste < grève

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gréviste grévistes

gréviste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gréviste grévistes

gréviste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]