grado
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | grado | gradoj |
αιτιατική | gradon | gradojn |
grado (eo)
- ο βαθμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | grado | gradoj |
αιτιατική | gradon | gradojn |
grado (eo)