gramatiko
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gramatiko (eo)
Ίντο (io)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gramatiko (io)
gramatiko (eo)
gramatiko (io)