grandchild
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
grandchild | grandchildren |
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά) |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]grandchild (en)
- (οικογένεια) το εγγόνι
ενικός | πληθυντικός |
grandchild | grandchildren |
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά) |
grandchild (en)